- πτέρνισμα
- πτέρν-ισμα, ατος, τό,= sq., Tz.H.9.179.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός … Dictionary of Greek
καταπτέρνισμα — καταπτέρνισμα, τὸ (Μ) σπιρούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτέρνισμα (< πτερνίζω «κλοτσώ»)] … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή … Dictionary of Greek